Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων

  • 1 платье

    платье с 1) (женское) το φόρεμα, το φουστάνι 2) (одежда) το ένδυμα, το ρούχο* магазин готового \платьея το κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων
    * * *
    с
    1) ( женское) το φόρεμα, το φουστάνι
    2) ( одежда) το ένδυμα, το ρούχο

    магази́н гото́вого пла́тья — το κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων

    Русско-греческий словарь > платье

  • 2 магазин

    α.
    1. μαγαζί, κατάστημα•

    продовольственный магазин κατάστημα τροφίμων•

    промтоварный магазин εμπορικό κατάστημα•

    магазин готового платья κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων•

    овощной магазин μανάβικο, οπωρολαχανοπωλείο.

    2. παλ. από θήκη.
    3. θαλάμη (όπλου μηχανισμών κ.τ.τ.).
    4. συσκευή ηλεκτρικών μετρήσεων.

    Большой русско-греческий словарь > магазин

  • 3 платье

    плать||е
    с
    1. собир. τό φόρεμα, ὁ Ιματισμός, ἡ ἐνδυμασία, ἡ περιβολή, τό Ενδυμα:
    магазин готового \платьея κατάστημα ἐτοίμων ἐνδυμάτων
    2. (женское) τό φουστάνι:
    шелковое \платье μεταξωτό φουστάνί вечернее \платье βραδυνή τουαλέτα

    Русско-новогреческий словарь > платье

  • 4 платье

    -я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.
    1. αθρσ. ενδύματα, φορέματα ρούχα• ενδυμασία•

    мужское платье ανδρικά ενδύματα•

    женское платье γυναικεία ενδύματα•

    магазин готового -ья κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων•

    траурное платье πένθιμη ενδυμασία, πένθιμα ρούχα, τα μαύρα.

    2. φουστάνι, φόρεμα•

    шёлковое платье μεταξωτό φουστάνι.

    Большой русско-греческий словарь > платье

  • 5 секция

    θ.
    1. τμήμα• τομέας•

    секция готового платья в универмаге τμήμα ετοίμων ενδυμάτων στο κατάστημα•

    работа совещания по -ям εργασία της σύσκεψης κατά τμήματα.

    2. διαμέρισμα•

    секция жилого дома διαμέρισμα σπιτιού.

    θ.
    τομή χειρουργική, σχίσιμο-άνοιγμα•

    секция трупа σχίσιμο του πτώματος•

    вены σχίσιμο της φλέβας.

    Большой русско-греческий словарь > секция

См. также в других словарях:

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • μπουτίκ — η μικρό κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων, ιδίως γυναικείων, και ειδών πολυτελείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. boutique < αρχ. προβηγκ. boteka < αποθήκη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»